νοσηλευτικός

νοσηλευτικός
-ή, -ό [νοσηλεύω]
1. αυτός που αναφέρεται στη νοσηλεία ή αυτός που είναι κατάλληλος για νοσηλεία («νοσηλευτικό ίδρυμα»)
2. το θηλ. ως ουσ. η νοσηλευτική
ιατρ. το επάγγελμα τού νοσηλευτή και τής νοσηλεύτριας, που έχει ως αντικείμενο την περίθαλψη ασθενών και τραυματιών και γενικότερα ατόμων που δεν είναι ικανά να φροντίσουν τον εαυτό τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”